Τα όρια και η επιβολή τους στην παιδική και εφηβική ηλικία

Ομιλία στα πλαίσια του Ινστιτούτου οικογενειακής θεραπεία Κύπρου

Άννα Εμμανουηλίδου

Κλινική Ψυχολόγος (Dr.Phil., MSc)

Συστημική θεραπεύτρια-εκπαιδεύτρια-επόπτρια (IGST/Heidelberg)

Η έννοια του Ορίου είναι μια έννοια που έρχεται συχνά στη συζήτηση μεταξύ γονέων, θεραπευτών και εκπαιδευτικών ως μια έννοια κλειδί για την συνδιαμόρφωση μιας αναμενόμενης «ορθής» συμπεριφοράς σε παιδιά και εφήβους. Μια μη αποδεκτή συμπεριφορά ενός παιδιού ή εφήβου γίνεται προσπάθεια να αλλάξει βάζοντας οι ενήλικες όρια, λέγοντας δηλαδή στο παιδί τι δεν επιτρέπεται να κάνει. Επίσης όταν αυτό το παιδί δεν αλλάζει την συμπεριφορά του μετά από τη σύσταση αυτή, συχνά σκεφτόμαστε ότι αυτό το παιδί «δεν έχει όρια». Η έννοια του ορίου συχνά συγχέεται με την έννοια της υπακοής των ανηλίκων στους ενήλικες και γίνεται αντικείμενο συζήτησης όταν αυτή η υπακοή δεν επιτυγχάνεται. Επίσης συγχέεται με έννοιες όπως η πειθαρχία, σπανιότερα όμως και με την έννοια του σεβασμού (τόσο απέναντι σε ενήλικες όσο και συνομηλίκους), της συνεργασίας των ανηλίκων με τα ενήλικα πλαίσια.

Θα ήθελα να ξεκινήσω από το τελευταίο, σε μια προσπάθεια να αποδείξω ότι η σύγχυση της έννοιας των ορίων με την πειθαρχία ή την υπακοή των ανηλίκων είναι αυτοακυρούμενη και άρα άχρηστη στη συζήτηση σχετικά με το πώς τα παιδιά και οι έφηβοι θα αποκτήσουν οριοθετημένες συμπεριφορές.

Είναι σίγουρο ότι ένας τόσο νεαρός άνθρωπος βρίσκεται ακόμα στη διαδικασία να αντιληφθεί και να κατανοήσει τους κανόνες της κοινωνικής ομάδας στην οποία βρίσκεται. Δεν τους έχει κάνει κτήμα του. Συχνά δεν έχει καταλάβει και ποια είναι η χρησιμότητά τους, πέρα από το να έχει την εύνοια των Μεγάλων. Αυτό κάνει την συνειδητοποίηση και την τήρηση των κανόνων/ορίων δύσκολη από την πλευρά των παιδιών. Θα ισχυριστώ ότι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Δεν είναι φυσικό και σωστό ένας υγιής οργανισμός απλά να κάνει αυτό που του λένε. Αυτό είναι δείγμα ανωριμότητας και χαμηλής ευφυίας. Αυτό που είναι κοινωνικά βιώσιμο και άρα πρέπει να είναι ο στόχος μας είναι ο οργανισμός να αντιλαμβάνεται τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα της τήρησης κανόνων και ορίων, όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από όλο το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ζει.

Όπως σε όλα τα πράγματα έτσι και σ’ αυτό, ο βασικός μηχανισμός μάθησης είναι το βιωμένο παράδειγμα. Ένας νεαρός οργανισμός τείνει να μιμείται το παράδειγμα των μεγαλυτέρων, όταν βλέπει έμπρακτα ότι αυτό παράγει ευημερία και σχέσεις αγάπης και αλληλοεκτίμησης και όχι όταν φοβάται, μπερδεύεται και αγνοεί την ουσιαστική χρησιμότητα. Γονείς οι οποίοι δεν έχουν οι ίδιοι όρια στην καθημερινότητά τους, δεν έχουν πρόγραμμα, δεν συμπεριλαμβάνουν στις καθημερινές δουλειές τα παιδιά τους, δεν εξηγούν, δεν έχουν συναισθηματική σχέση μαζί τους και με τους άλλους ανθρώπους, παρά μόνο λειτουργούν μηχανικά και δίνουν εντολές, δεν αποτελούν παράδειγμα υγιών ορίων. Όταν ο γονέας βλέπει τηλεόραση ενώ τρώει, μιλάει στο τηλέφωνο ενώ διαβάζει το παιδί του, ξεφεύγει σε καυγάδες μπροστά στα παιδιά ή δεν δίνει καθαρή πληροφορία σε σχέση με τα συναισθήματά του (πχ λέει ναι και εννοεί όχι, είναι δυσαρεστημένος και χαμογελάει, αντιπαθεί κάποιον και του κάνει παρέα, κλαίει και λέει ότι όλα είναι καλά), δεν βιώνει μια οριοθετημένη ζωή με όρους υγείας. Και επομένως δεν μπορεί να δώσει αντίστοιχο παράδειγμα στα παιδιά του, τα οποία αντιλαμβάνονται όλες τις παραπάνω ασάφειες, αλλά δεν μπορούν να τις κατατάξουν κάπου κι αυτό τους δημιουργεί άγχος, σύγχυση και την ανάγκη να κάνουν κάτι άλλο, που δεν ξέρουν τι είναι. Αν λοιπόν θέλουμε τα παιδιά μας να μάθουν και να σέβονται τα όρια, πρέπει να τα βλέπουν στην πράξη σαν φυσιολογικότητα και να τα καταλαβαίνουν ως κριτήριο ευτυχίας. Όχι σαν εκβιασμό από τον κόσμο των ενηλίκων για να μην έχουν κυρώσεις. Γιατί αργά ή γρήγορα, το αργότερο στην εφηβεία τους, θα μπορέσουν να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι σ’ αυτά όλα και πουν το δικό τους όχι, το οποίο δύσκολα θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε, καθώς θα είναι πια αρκετά δυνατά ώστε να μας φέρουν σε δύσκολη θέση.

Δεύτερος σημαντικός πυλώνας ενός σεβασμού στους κοινωνικούς κανόνες, δηλαδή στα όρια, είναι τα παιδιά και οι έφηβοι να σέβονται τον κόσμο των ενηλίκων, οι οποίοι θέτουν αυτούς τους κανόνες. Τα παιδιά μας πρέπει να σέβονται και να εκτιμούν εμάς καταρχήν. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσα από το βίωμα της γνησιότητας και της αγάπης μας προς τα ίδια και προς τον υπόλοιπο κόσμο. Οι άνθρωποι σεβόμαστε και συνεργαζόμαστε με τους ανθρώπους που εκτιμάμε και νιώθουμε ότι νοιάζονται για μας – όχι για τους εαυτούς τους, όχι για την κοινωνική τους εικόνα, όχι για τις επιδόσεις μας. Το ίδιο συμβαίνει και στα παιδιά. Γι αυτό και συνηθίζω να λέω ότι τα παιδιά μας θα σεβαστούν αυτά που τους λέμε, όταν βλέπουν σε μας καλοσυνάτους και δίκαιους ανθρώπους: όχι ευκατάστατα κοινωνικά προσωπεία γεμάτα πρέπει και κριτική.

Πώς μπορούμε να δείξουμε στα παιδιά μας ότι είμαστε καλοσυνάτοι και δίκαιοι: με το να ξέρουν τις ζωές μας, να τα αφήνουμε να συμμετέχουν σ’ αυτές και να συμπεριφερόμαστε καλοσυνάτα και δίκαια στην εργασία μας, τις κοινωνικές μας σχέσεις, στο σπιτικό μας. Και πώς μπορούμε να τους δείξουμε ότι τα αγαπάμε: με το να περνούμε χρόνο μαζί τους, να τα επιβραβεύουμε για αυτό που είναι, να είμαστε συναισθηματικά ανοιχτοί και αληθινοί μπροστά τους, να τα βοηθούμε να φτιάχνουν δικά τους όνειρα και να τα υποστηρίζουμε στην εκπλήρωσή τους. Βιαστικοί, αγχωμένοι γονείς, που ασχολούνται μόνο με τις σχολικές επιδόσεις, την κοινωνική εικόνα των παιδιών τους και τα πρέπει, δεν αγγίζουν το αίσθημα της αγάπης στην καρδιά των παιδιών τους.

Τα όρια, δηλαδή η εκμάθηση των κοινωνικών κανόνων, πρέπει να ξεκινούν από την πρώτη στιγμή που θα γεννηθούν τα παιδιά, μέσα από πλαίσια ασφάλειας και ηρεμίας. Όσο μικρότερα είναι τα παιδιά, τόσο πιο καθαρά και πιο πολλά πρέπει να είναι αυτά τα όρια: από το πότε και τι θα φάνε, πότε θα πάνε για ύπνο, τι θα παίξουν, πόσο και πού. Όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο πιο πολύ αφήνονται στους γονείς τους, τόσο πιο εύκολα υπακούν. Θέλουμε να υπακούν από ασφάλεια και όχι από φόβο και βλέποντας ότι οι γονείς τους είναι κι αυτοί ευτυχισμένοι τηρώντας τους κοινωνικούς κανόνες. Όταν αυτό γίνει τρόπος ζωής από την πολύ μικρή ηλικία, τα όρια εσωτερικεύονται και η συζήτηση γι αυτά γίνεται μαζί τους, χωρίς αυτά να φοβούνται ότι θα πάψουμε να τα αγαπάμε αν κάτι δεν τηρήσουν.

Καθώς μεγαλώνουν, τα όρια που θέτουμε εμείς πρέπει σιγά σιγά να λιγοστεύουν και οι ελευθερίες που τους δίνουμε να αυξάνονται. Αυτή η κίνηση θα δείξει ότι τα εμπιστευόμαστε κι αυτό θα γεννήσει μέσα τους το αίσθημα της προσωπικής τους ευθύνης απέναντι στις πράξεις και τη ζωή τους. Πολλοί γονείς κάνουν το αντίστροφο, χωρίς καμιά πιθανότητα να πετύχει: όσο είναι μικρά τα παιδιά δεν βάζουν ιδιαίτερα όρια, πιστεύοντας ότι τα παιδιά δεν κινδυνεύουν από κάτι σοβαρό. Έτσι, έχουμε παιδιά που τρώνε ό,τι θέλουν, όποτε θέλουν, κοιμούνται όποτε θέλουν, βλέπουν στην τηλεόραση ό,τι θέλουν, αποκτούν ό,τι υλικό θέλουν (πχ κινητό στην παιδική τους ηλικία) – και ξαφνικά στην εφηβεία οι γονείς προσπαθούν να επιβάλουν περιορισμούς, από φόβο ότι τα παιδιά κινδυνεύουν (πχ από κακές παρέες, ναρκωτικά ή παραμέληση των μαθημάτων τους). Απλά τότε είναι πολύ αργά πια να μπουν κανόνες, όρια και να αναπτυχθεί ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη, όταν σε όλη τους την παιδική ζωή αυτά δεν καλλιεργήθηκαν.

Όταν γονείς λένε «εγώ δεν του στέρησα τίποτα, γιατί δεν μ’ ακούει τώρα;» δεν καταλαβαίνουν ότι δεν τους ακούν τα παιδιά τους ακριβώς επειδή δεν τους στέρησαν ποτέ τίποτα, δηλαδή ακριβώς επειδή τα παιδιά δεν είχαν ποτέ αντιληφθεί ότι υπάρχουν για όλους περιορισμοί, που να εξηγούνται σε πλαίσια αγάπης και με στόχο όχι τη συμμόρφωση, αλλά την ευτυχία.

Το να προσπαθήσει κανείς να επιβάλει απαγορεύσεις σε εφήβους που ποτέ δεν είχαν τέτοιες στην παιδική τους ηλικία είναι ανακόλουθο και δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Ένας έφηβος θα πρέπει να έχει ήδη εσωτερικεύσει τις έννοιες του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου όσο ήταν ακόμη μικρό παιδί και να αυτοελέγχεται αυτόματα, χωρίς την παρουσία των γονέων του. Αν έχει συμβεί αυτό , ο γονείς μπορούν να εμπιστεύονται το εσωτερικό κριτήριο που έχει ήδη το παιδί τους αναπτύξει και να το συνοδεύουν σαν ένα πεζοδρόμιο στο δρόμο της ζωής του: ένα πεζοδρόμιο είναι πάντα εκεί και μπορεί κανείς να καταφύγει όταν φοβηθεί να περπατά στο δρόμο, αλλά δεν περιορίζει τις κινήσεις.

Ένα σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια της έννοιας των κανόνων και των ορίων παίζει η ίδια η δομή της οικογένειας, αν δηλαδή η ίδια έχει εσωτερικά όρια και κανόνες. Οικογένειες στις οποίες εμπλέκονται δραστικά παππούδες και γιαγιάδες στη φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού απειλούνται πολύ περισσότερο από άλλες από διάχυση των ορίων τους και φυσικά από την αδυναμία να διδάξουν στα παιδιά τους κανόνες και όρια, που να είναι δεσμευτικά για όλους: τα διαφορετικά στυλ ανατροφής μεταξύ των γενεών και η σύγχυση των ρόλων (πχ μαγειρεύει ή τηρεί το νοικοκυριό στο σπίτι η γιαγιά, η μητέρα και ο πατέρας έχουν περισσότερο το ρόλο παιδιών των γονέων τους παρά γονέων των παιδιών τους) είναι χαρακτηριστικά δείγματα έλλειψης ορίων, που δεν ευνοούν τον σεβασμό των παιδιών προς τους γονείς τους – και άρα προς τους κανόνες που αυτοί επιβάλλουν.

Ο ρόλος της τιμωρίας στην προσπάθεια επιβολής των ορίων είναι ένα φλέγον ζήτημα στη διαδικασία διδασκαλίας των κανόνων στα παιδιά. Η τιμωρία ποτέ δεν διαμόρφωσε συνειδητοποιημένους ενήλικες. Δημιουργεί μόνο φόβο , θυμό και ρήγμα στις σχέσεις. Ωστόσο είναι αναγκαίο πολλές φορές, στις μικρές κυρίως ηλικίες, να επιβληθούν περιορισμοί με τρόπο που να δυσαρεστούν τα παιδιά. Δύο είναι τα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να προσέχουμε σ’ αυτή την πορεία:

α) η επιβολή θα πρέπει να σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενο του κανόνα: πχ αν ένα παιδί κλέψει χρήματα από το σπίτι του, δεν έχει νόημα να του απαγορεύσουμε την έξοδό του, γιατί το ένα δεν έχει καμιά νοηματική σχέση με το άλλο. Έχει όμως νόημα να το ενημερώσουμε ότι δε θα του δίνεται χαρτζιλίκι, έως ότου συμπληρωθεί το ποσό που έκλεψε, με την έννοια ότι επιστρέφει το κλεμμένο ποσό πίσω στους γονείς του. Αν ένα παιδί δεν γυρίζει πίσω την συμφωνημένη με τους γονείς ώρα, δεν έχει νόημα να του πάρουμε το κινητό, αλλά έχει νόημα να του πούμε ότι την επόμενη φορά που θα συμβεί αυτό θα στερηθεί την έξοδό του, γιατί φοβόμαστε για την ασφάλειά του (και όχι γιατί θέλουμε να δυστυχήσει). Αν ένα παιδί δεν πηγαίνει σχολείο, δεν έχει νόημα να του στερήσουμε το αγαπημένο του φαγητό, αλλά έχει νόημα να το διαβεβαιώσουμε ότι δεν θα κάνουμε τίποτα για να καλυφθούν οι απουσίες του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να μείνει στην ίδια τάξη. Παραδείγματα σαν και τα παραπάνω δημιουργούν μια συνοχή ανάμεσα στην πράξη του παιδιού και τις συνέπειές της και αυξάνουν την αίσθηση της ευθύνης και της υπευθυνότητάς του απέναντι στις πράξεις του.

β) όταν επιβάλλεται ένας τέτοιος περιορισμός λόγω του ότι το παιδί δεν σέβεται κάποιον κανόνα, εμείς ως γονείς παραμένουμε δίπλα του σταθερά και αγαπητικά για να δεχθούμε το θυμό, τη θλίψη ή τις διαπραγματεύσεις του. Δεν το αφήνουμε μόνο του στη μοναξιά μιας τέτοιας συνέπειας, ούτε γενικεύουμε την απόρριψη σε συναισθηματικό επίπεδο: δεν φέρθηκες σωστά σε έναν τομέα και για αυτό δεν σου μιλάμε και είμαστε εφ΄ όλης της ύλης θυμωμένοι μαζί σου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός πατέρα, που στέρησε από τον 9χρονο γιο του επί 3 μέρες το θαλασσινό του μπάνιο, γιατί στην παραλία εμπλεκόταν σε ξυλοδαρμούς με ένα άλλο παιδί, παρά τις επανειλημμένες εξηγήσεις και προειδοποιήσεις του. Το παιδί φυσικά διαμαρτυρήθηκε, έκλαιγε και φώναζε και ο πατέρας του στερήθηκε επίσης το δικό του μπάνιο για όλο το 3ήμερο, μένοντας με το γιο του στη σκηνή τους και κάνοντας διάφορα άλλα πράγματα μαζί του. Η παρέα του πατέρα τον κατηγορούσε ότι δεν τιμωρεί μ’ αυτό το γιο του, αλλά αυτοτιμωρείται. Εκείνος απάντησε με τρόπο θαυμαστό λέγοντας: «δεν τιμωρείται κανένας εδώ πέρα, απλά εγώ αναθρέφω το γιο μου».

γ) τα όρια πρέπει να γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον κοινωνικό χώρο στον οποίο αφορούν: πχ αν ένα παιδί είναι οριοθετημένο στο σπίτι του, αλλά όχι στο σχολείο, η ευθύνη και η συζήτηση πρέπει να γίνεται με πρωταγωνιστή το σχολείο και όχι την οικογένεια. Και το αντίθετο φυσικά. Η λογική « τα παιδιά έχουν τα όρια από το σπίτι τους» δεν ισχύει όταν η ανορίωτη συμπεριφορά αφορά στη σχολική ζωή ΄και μόνο: αυτό σημαίνει ότι όλα τα παραπάνω πρέπει να τα εμπνεύσει στο παιδί το σχολείο ή – σε αντίθετη περίπτωση – η οικογένειά του. Μπορεί ένα παιδί χωρίς όρια στο σπίτι να είναι υποδειγματικό στη σχολική τάξη και το αντίστροφο.

Το θέμα είναι μεγάλο, αλλά όχι ανεξάντλητο. Οι βασικές αρχές εγκαθίδρυσης των εσωτερικών ορίων ενός νέου ανθρώπου είναι το παράδειγμα των ενηλίκων, η φυσικότητα με την οποία η ενήλικη κοινωνία κάνει τα όρια πράξη που υπηρετεί την ευτυχία, η σύνδεση της διδασκαλίας των ορίων από την νηπιακή ηλικία με αγάπη και αφιέρωση ποιοτικού χρόνου στα παιδιά, η σταδιακή διεύρυνση των ορίων μεγαλώνοντας το παιδί ταυτόχρονα με την ανάπτυξη εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του.

Είναι μια περιπέτεια. Αλλά όλη η γονεϊκότητα είναι μια περιπέτεια. Μια περιπέτεια αυθεντικότητας και αυτοβελτίωσης των γονέων ως ανθρώπων, αν θέλουν να έχουν ευτυχισμένα – και όχι απλώς άκριτα πειθαρχημένα, δηλαδή καταπιεσμένα – παιδιά.

Απάντηση

Εντροπία
Αρέσει σε %d bloggers: