ΟΙ ΡΟΛΟΙ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Άννα Εμμανουηλίδου

Κλινική Ψυχολόγος (Dr.Phil., MSc)

Συστημική θεραπεύτρια-εκπαιδεύτρια-επόπτρια (IGST/Heidelberg)

Στην κλινική μας πράξη συναντούμε όλο και συχνότερα γυναίκες, που δουλεύουν μόνες για να καλύψουν οικονομικά τα έξοδα της οικογένειάς τους, ειδικά – αλλά όχι αποκλειστικά – μετά από ένα διαζύγιο που τους ανάγκασε να επιστρέψουν με τα παιδιά τους στους γονείς τους

που σταματούν να διεκδικούν συστηματικά τη διατροφή, όταν οι πατέρες δεν πληρώνουν από μόνοι τους

που αναθέτουν σχεδόν ολικά το νοικοκυριό τους και την καθημερινή φροντίδα των παιδιών τους, αν όχι στη μητέρα με την οποία συμβιώνουν, σε μια σταθερή οικιακή βοηθό, όταν τους το επιτρέπει η οικονομική τους επιφάνεια, ή και σε έναν νέο σύντροφο, και

ασχολούνται με τον βιοπορισμό ή την καριέρα τους…

και μετακυλύονται με όλα αυτά από τον παραδοσιακό ρόλο της ενήλικης γυναίκας σε έναν μεικτό ρόλο παιδιού και πατέρα συγχρόνως..

Συναντούμε επίσης άνδρες που διεκδικούν την επιμέλεια των παιδιών τους στα πλαίσια ενός διαζυγίου,

που αποφασίζουν γι’ αυτό να αφήσουν πίσω την επαγγελματική τους σταδιοδρομία

που κλαίνε μπροστά μας, όταν τους λέμε ότι οι γιοι τους τούς χρειάζονται

που είναι αυτοί που σηκώνονται το βράδυ, όταν φωνάζουν τα μικρά τους παιδιά συνήθως «μπαμπά»

που, με έναν εντυπωσιακό τρόπο, μας φέρνουν από τη μια συνεδρία στην άλλη αξιοπρόσεκτες αλλαγές στη συμπεριφορά τους προς τη γυναίκα και τα παιδιά τους, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι σύντροφοί τους

πατέρες, που συγυρίζουν τα δωμάτια των γιων τους και ετοιμάζουν το φαϊ των παιδιών όταν γυρνούν αυτά από το σχολείο

που συνοδεύουν μεταμεσονύχτια τις έφηβες κόρες τους σε νυχτερινούς τρόπους διασκέδασης, αν και δεν το εγκρίνουν, και ξενυχτούν κλαίγοντας στο αυτοκίνητο περιμένοντάς τες να βγουν τα ξημερώματα για να τις παν στο σπίτι.

Αλλά και άνδρες που κατηγορούν ευθέως τις γυναίκες τους ότι δεν είναι αρκετά εκεί για την οικογένεια, ενώ είναι ταυτόχρονα αυταρχικές και απαιτητικές ως μητέρες.

Συχνά οι σύντροφοι αυτών των ανδρών τούς κατηγορούν για αναποφασιστικότητα και υπερβολική ευαλωτότητα, αν και αναγνωρίζουν την προσφορά τους στα παιδιά. Οι άνδρες απαντούν σ’ αυτό με σιωπή ή με ασαφή, τετριμμένα επιχειρήματα του τύπου «δεν είναι ποτέ ευχαριστημένη» ή «δεν μου αφήνει χώρο να είμαι πιο δυναμικός» ή απλά «δεν είναι έτσι».

Οι γυναίκες της πρώτης ομάδας κατηγορούν τους πρώην ή νυν συντρόφους τους για αδιαφορία, απουσία και έλλειψη θέσης στα θέματα της οικογένειας ή κλασικές «μάτσο» συμπεριφορές, όπως να λείπει υπερβολικά από το σπίτι, να ξενυχτά, να έχει άλλες σχέσεις, να γίνεται βίαιος, να θεωρεί την οικογένεια υπόθεση της μητέρας. Σε όλες τις παραπάνω εκδοχές το αμφιθυμικό και συχνά εναγώνιο αίτημα και από τις δύο πλευρές είναι ένα και μόνο: άφησέ με να βρω τον εαυτό μου και αγάπα με γι’ αυτό…

Συναντούμε επίσης παιδιά.

Που στις ζωγραφιές και τα άλλα διαγνωστικά παιχνίδια που κάνουμε μαζί τους

αναπαριστούν τη μητέρα διογκωμένη και τον πατέρα στο δικό τους, παιδικό μέγεθος

ή τον πατέρα διογκωμένο και τη μαμά εξοβελισμένη στην άκρη του χαρτιού εργασίας τους

τους δυο γονείς σε τεράστια απόσταση από τα παιδιά τους ή

«ξεχνούν» να συμπεριλάβουν στην οικογένειά τους έναν από τους δυο γονείς…

που στην ιεραρχία των σχέσεων, τοποθετούν τη σχέση αγάπης με τους γονείς τους σε πέμπτη ή έκτη θέση σπουδαιότητας, μετά από τους συμμαθητές, τα παιδιά της γειτονιάς, τη γειτόνισσα ή τη γιαγιά

και σ’ αυτές τις σχέσεις αγάπης, δεν συμπεριλαμβάνουν καν τη μητέρα ή τον πατέρα τους.

Νέα ευρήματα; Όχι τελείως, αλλά η έκταση στην οποία τα συναντούμε μας κάνει να πιστεύουμε πως δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως ίσως πριν από 20 χρόνια, αλλά εξελίσσονται σε κοινωνικό φαινόμενο, αυτό μιας ρευστής και μεταβαλλόμενης κοινωνικής ταυτότητας των φύλων στα πλαίσια μιας οικογένειας με συνέπειες για όλους τους εμπλεκομένους. Τα παραδοσιακά στερεότυπα, αυτά μιας γλυκιάς, τρυφερής και αδύναμης μητέρας, που είναι πάντα εκεί για να καλύψει με αυταπάρνηση όλες της συναισθηματικές και υλικές ανάγκες των παιδιών και του άνδρα της και ενός ισχυρού, κουβαλητή και συναισθηματικά απόμακρου πατέρα παρουσιάζονται στη δουλειά μας όλο και πιο σπάνια. Οι ρόλοι μοιάζει να έχουν αναμειχθεί σε υψηλό βαθμό και οι εικόνες να προσπαθούν να συγκεκριμενοποιηθούν στις συνειδήσεις μικρών και μεγάλων, σε ένα πλαίσιο αυξημένης αβεβαιότητας, άγχους και αμφιθυμίας: της αίσθησης ότι θέλει κανείς εξίσου και το ένα και το άλλο, χωρίς να μπορεί να δεσμευτεί σε τίποτα από τα δυο. Γυναίκες που θέλουν και την ανεξαρτησία τους και την προστασία των ανδρών τους, και επομένως δεν μπορούν να διαλέξουν μέσα τους αν είναι ευχαριστημένες με τον συναισθηματικό, ευάλωτο σύντροφό τους ή τους λείπει σ’ αυτή τη σχέση η αίσθηση της ασφάλειας. ΄Ανδρες που θέλουν γυναίκες και ανεξάρτητες και ήρεμες και ανεκτικές μαζί τους, και επιθυμούν να βλέπουν στους εαυτούς τους και τον συναισθηματικό, ευάλωτο γονιό που δικαιούται κάποτε να μην ξέρει και να μην μπορεί, αλλά και τον κυριαρχικό σύντροφο, στο λόγο του οποίου η οικογένεια υπακούει χωρίς συζητήσεις. Και πολλά άλλα…

Ας μην ξεχνούμε όμως ότι εμείς έχουμε να κάνουμε με ένα λεγόμενο «κλινικό» δείγμα, δηλαδή με οικογένειες, που κρίνοντας ότι έχουν εξαντληθεί τα δικά τους αποθέματα, αναζητούν εκτός εαυτών τη λύση των προβλημάτων τους. Και για ποια προβλήματα μιλούμε συνήθως; Είναι ενδιαφέρον. Στις περιπτώσεις του πρώτου προφίλ, των μοναχικών μαμάδων, οι άνθρωποι έρχονται συνήθως με θέματα, όπως:

  • υπερβολική προσκόλληση των γιων στις μητέρες ακόμα και στην εφηβεία τους και ελαχιστοποιημένες δεξιότητες ένταξης σε μια ομαλή εφηβική ζωή,
  • ανάπτυξη ψυχοσωματικών προβλημάτων και φοβιών στις κόρες αυτών των γυναικών
  • και στις δυο περιπτώσεις φαινόμενα υπερυπευθυνότητας των παιδιών απέναντι στις μητέρες τους και έντονη αμφιθυμία απέναντι στους (παρόντες ή απόντες) πατέρες.

Στην περίπτωση των συναισθηματικά και πρακτικά παρόντων πατέρων, τα προβλήματα είναι συνήθως:

  • ψυχοσωματικά συμπτώματα συνδεδεμένα με πολύ υψηλό άγχος επίδοσης ή
  • έντονα φαινόμενα επιθετικότητας των γιων τους κυρίως εντός οικογένειας, άσκηση βίας στα αδέλφια και τους ίδιους του γονείς και παραβατικότητα εντός της οικογένειας(π.χ. μικροκλοπές από τους γονείς ή τα αδέλφια), ενώ εκτός έχουν συνήθως – αλλά όχι πάντα – μια κανονική συμπεριφορά.

Ξαφνιαστήκατε; Κι εμείς.

Στην όλη συζήτησή μας πρέπει να έχουμε στο νου μας πως αυτά που περιγράφουμε είναι τάσεις, χωρίς αναγκαστικές συνέπειες. Φυσικά και υπάρχουν αγόρια με επιθετική συμπεριφορά σε οικογένειες με βίαιους και απρόσωπους πατέρες και κορίτσια με ψυχοσωματικά προβλήματα και φοβίες με λιγότερο δυναμικές, κοινωνικά πιο περιορισμένες και πιο παραδοσιακές μητέρες. Μόνο που αυτά τα συχνά φαινόμενα έμοιαζε να εξηγούνται ως τώρα μέσα από θεωρίες περί ταυτίσεων ή μαθημένης συμπεριφοράς ή μίμησης προτύπου, και οι συμβουλές μας προς τους γονείς θα μπορούσαν να ακολουθούν αυτά τα μοντέλα εξήγησης. Στις περιπτώσεις που αναφέρουμε, κάτι τέτοιο δεν επαρκεί πια για να καταλάβουμε και να παρέμβουμε στα ίδια προβλήματα. Είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε νέες δυναμικές, οι οποίες αναδύονται από τις καινούριες συνθήκες.

Αν λοιπόν ένας ήπιος, συνειδητός και συναισθηματικά εκδηλωτικός πατέρας μιας οικογένειας χωρίς διαζύγιο ή συζήτηση επ’ αυτού και χωρίς κάποια ιδιαίτερα ορατή δυσλειτουργία, έχει ένα αγόρι που ήδη από τα 10 του χρόνια αναπτύσσει ακραίες συμπεριφορές παραβατικού εφήβου, σαν αυτές που αναφέραμε, δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο ως αποτέλεσμα της ταύτισης του παιδιού με το ανδρικό πρότυπο της οικογένειας, ούτε της μίμησης από το γιο του ενός βίαιου προτύπου, του ιδίου. Μια δυναμική, ανεξάρτητη μητέρα χωρίς κλινικά συμπτώματα, που έχει ένα κορίτσι φοβικό ή ψυχοσωματικά επιβαρυμένο, επίσης δεν μπορεί να κατανοήσει την ανάπτυξη ενός τέτοιου προφίλ στο παιδί της, τόσο αντίθετο με το δικό της. Σχόλια του τύπου «μοιάζει στον μπαμπά της» ή «στη μαμά του» αντίστοιχα, ή ακόμα και στον έναν ή τον άλλον παππού, το θείο κλπ, που ακούγονται από τους αβοήθητους σ’ αυτές τις περιπτώσεις γονείς, είναι κάποιες από τις προσπάθειες που κάνουν, να ανάγουν το «ανεξήγητο» σε κληρονομικές ή εξαρτημένες από το DNΑ μεταβλητές.

Κι εμείς; Τι κάνουμε εμείς, που προσκαλούμαστε από τους γονείς να δώσουμε μια διέξοδο στον αδιέξοδο, το οποίο αισθάνονται να βιώνουν; Ποια άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας θα μπορούσε να ρίξει φως εκεί, που τώρα επικρατεί ένα θολό ημίφως, να ανοίξει δρόμους, εκεί που τώρα όλοι οι δρόμοι μοιάζουν κλειστοί και απροσπέλαστοι;

Επιλέγοντας να προσεγγίσουμε τα φαινόμενα μέσα από το συστημικό τρόπο σκέψης, έχουμε στη διάθεσή μας σημαντικά εργαλεία για την κατασκευή πιο λειτουργικών και χρηστικών αναγνώσεων. Η θεώρηση του προβλήματος ως προσπάθειας λύσης, ως φίλου που προσπαθεί να θυμίσει στην οικογένεια παραμελημένα θέματα, ως συμπεριφορά αντισταθμιστική άλλων δυναμικών είναι ένα απ’ αυτά τα σημαντικά εργαλεία (Schweitzer,1996, Retzer,1996,2002 )Η διεύρυνση του φακού από το ατομικό στο οικογενειακό και από το ενδοοικογενειακό στο κοινωνικό, είναι ένα άλλο.

Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο, δηλαδή τη διεύρυνση του φακού μας από το ενδοοικογενειακό στο κοινωνικό, που μας βοηθά να έρθουμε σε επαφή με πλαίσια και διαδικασίες, τα οποία δεν μπορεί υποχρεωτικά να «φιλτράρει» η οικογένεια και τα οποία αποτελούν ωστόσο τους όρους λειτουργίας του ευρύτερου συστήματος και είναι ως εκ τούτου καθοριστικά. Η κατασκευή και πρόταση προτύπων μίμησης και ταυτίσεων είναι σήμερα πολύ πιο διευρυμένη από παλιότερα μέσα από την πρώιμη έκθεση των παιδιών σε παραστάσεις της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Το «γιατί δε μου ΄μοιασε» μπορεί εύκολα να γεννήσει την υπόθεση «γιατί ανάμεσα στα πολλά πρότυπα, απλά για την παρούσα φάση δεν επέλεξε εσένα». Κι αυτό παραπέμπει στο καίριο για τους σημερινούς γονείς ερώτημα, που μπορεί να είναι και αντικείμενο της συνεργασίας μας: «πώς μπορώ να εμπνεύσω τα παιδιά μου, ώστε να με επιλέξουν ως αντικείμενο ταύτισης στην σημερινή αγορά των δυνατοτήτων;» Αυτό το πλήθος και η ποικιλομορφία των προτύπων, καθώς και ο δυναμικός και ανεξέλεγκτος τρόπος με τον οποίο αυτά εισβάλλουν στον κόσμο των παιδιών και των εφήβων, είναι κατά την υπόθεσή μου ένας από τους λόγους για τους οποίους η ευθύγραμμη υπόθεση της μίμησης προτύπων ή και των ψυχοδυναμικού χαρακτήρα ταυτίσεων δεν μπορεί πια σήμερα να διεκδικεί την παλιά της εγκυρότητα με την ενδοοικογενειακή έννοια. Δεν αρκεί να ΕΙΣΑΙ μια μητέρα ή ένας πατέρας για να επιλεγείς από τα παιδιά σου ως αντικείμενο λατρείας ή/και αμφισβήτησης: μοιάζει να πρέπει να το κερδίσεις ανάμεσα σε πολλούς ανταγωνιστές, κι αυτό εμπνέοντας στα παιδιά σου κάτι τόσο ελκυστικό, που να ξεπερνάει τα υπόλοιπα ερεθίσματα του περιβάλλοντός τους. Κι αυτό είναι κατά τη γνώμη μου, η καίρια, αισθητή και αξιολογήσιμη από τα παιδιά συναισθηματική επένδυση ενός ενήλικα σ’ αυτήν την συγκεκριμένη διαπροσωπική σχέση γονιού-παιδιού. Αυτό είναι που, όπως φάνηκε κι από την εμπειρία μας των τελευταίων χρόνων, δεν είναι και τόσο εύκολο, καθώς η φροντίδα παίρνει σε στενά πλαίσια χρόνου έναν διεκπεραιωτικό και συχνά σπασμωδικό χαρακτήρα, όπου ο ενήλικας δείχνει συχνά αγανακτισμένος με το πρόγραμμα ζωής του με τα παιδιά του και ωστόσο καθοδηγητικός. Στην ερώτηση «αισθάνεσαι ότι ο πατέρας σου ή η μητέρα σου σε αγαπούν;», πολλά παιδιά και έφηβοι απαντούν με ύφος αβέβαιο: «πρέπει, όλοι οι γονείς δεν αγαπούν τα παιδιά τους;» Αλλά μοιάζει αυτή η πολύ προσωπική αίσθηση συναισθητικής ασφάλειας και ζεστασιάς, που σημαίνει η γονεϊκή αγάπη, να μην είναι πάντα αυτονόητη. Αυτό επικάθεται κατά τη γνώμη μου στην προσωπική ασάφεια της κοινωνικής τους ταυτότητας, που αντιμετωπίζουν και οι δύο γονείς, όταν δεν ακολουθούν τα παραδοσιακά μοντέλα μοιράσματος ρόλων: είμαι καλή μητέρα, όταν δουλεύω τόσες ώρες; Είμαι άξιος πατέρας, όταν δεν έχω τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στο σπίτι και δεν μπορώ να επιβάλω τη θέλησή μου; Η δυσκολία ν απαντηθούν αυτά τα πυρηνικά ερωτήματα στην εποχή μας, μια και οι μορφές ρευστοποιήθηκαν και οι στόχοι το ίδιο, καλύπτεται με μια διεκπεραιωτική συμπεριφορά και από τους δυο γονείς: ο πατέρας αναλαμβάνει ρόλο ταξιτζή των παιδιών του πηγαίνοντάς τα από δραστηριότητα σε δραστηριότητα, εις βάρος της προσωπικής του ζωής ή ξεκούρασης, αλλά ξεχνά μέσα στην κούρασή του να τους ρωτήσει τι ακριβώς κάνουν εκεί που πάνε ή πώς πέρασαν. Η μητέρα τηλεφωνεί κάθε πρωί από τη δουλειά για ξυπνήσει τα παιδιά της για το σχολείο, και τους ελέγχει κάθε βράδυ μετά τη δουλειά τα μαθήματα, αλλά δεν συζητά μαζί τους το γιατί δυσκολεύονται να ξυπνήσουν ή να μελετήσουν όπως πρέπει.

Όταν σ’ αυτά τα πλαίσια παρουσιάζεται συμπτωματική συμπεριφορά από τα παιδιά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το τι εισπράττουν τα παιδιά ως σχέση με τους γονείς τους ή ως οφείλειν προς αυτούς. Κι έτσι ξαναβρισκόμαστε στο πυρηνικό ερώτημα του τι αισθάνεται ο ίδιος ο γονιός για τον εαυτό του και το ρόλο του και κατά πόσο μπορεί αυτό να το υποστηρίξει επί της ουσίας – κι όχι απλά επί της λειτουργίας – απέναντι στα παιδιά του. Οι γονείς καλούνται τότε στα πλαίσια της συμβουλευτικής διαδικασίας να δούνε με σεβασμό τα δικά τους κομμάτια αμφιθυμίας και αβεβαιότητας και να καταλήξουν σε ένα μόρφωμα που θα τους καθιστά εσωτερικά αποφασισμένους και ως εκ τούτου με τρόπο φυσικό ικανούς να υποστηρίξουν το «μοντέλο» τους στα παιδιά τους, διευκολύνοντας, αν θέλετε να μιλήσουμε ψυχοδυναμικά, και τις αναγκαίες για το μεγάλωμά τους ταυτίσεις. Έτσι καταλήγουν συχνά συμβουλευτικές γονέων να μετατρέπονται σε θεραπείες ζευγαριού ή ατομικές θεραπείες των δύο γονέων, στην προσπάθειά τους να διευκρινίσουν οι ίδιοι, τι επιζητούν να σέβονται και να ακολουθούν τα παιδιά τους…

Οδηγό σ’ αυτό τα ίδια τα παιδιά προσφέρουν την αναφερόμενη ως προβληματική συμπεριφορά, μια τεράστια βοήθεια προς τους γονείς τους, την οποία μπορούμε να αξιοποιήσουμε έκδηλα ως τέτοια στην ίδια τη θεραπεία. «Αν θεωρήσουμε ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά της κόρης σας προσπαθεί να εισάγει βίαια στην οικογένεια ένα στοιχείο, που διαφορετικά θα το παραμελούσατε, ποιο θα ήταν αυτό;» «Αν δούμε το φοβικό σύμπτωμα του γιου σας σαν αρωγό δικό του και δικό σας ως προς έναν στόχο, ποιος θα ήταν αυτός ο στόχος;» «Αν δούμε τη συμπεριφορά του γιου σας σαν αντιστάθμισμα κάποιων άλλων συμπεριφορών στην οικογένειά σας, ποιες θα ήταν αυτές; Από ποιον υιοθετούνται συχνότερα;» «Αν παρομοιάσουμε το σύμπτωμα της κόρης σας σαν ένα προσκλητήριο που φτάνει αναπάντεχα στα χέρια σας, τι θα έγραφε αυτό το προσκλητήριο; Σε ποιον απ’ όλους σας θα απευθυνόταν κυρίως; Σε ποιον κατά δεύτερο λόγο; Σε τι θα προσκαλούσε ποιον; Ποιοι άλλοι θα όφειλαν να ήταν παρόντες στην ανταπόκριση σ΄ αυτήν την πρόσκληση;»

Μέσα από τη δυναμική χρήση της μεταφοράς, υποστηρίζουμε τους γονείς ώστε να έρθουν σε επαφή με τα λιγότερο διανοητικοποιημένα κομμάτια του εαυτού τους, να αφήσουν να διακινηθεί το συναίσθημά τους και να ανοίξουν θέματα δικής τους αμφιθυμίας με την τρέχουσα φιλοσοφίας ζωής τους. Πολύ συχνά στις οικογενειακές θεραπείες με παρουσία των παιδιών, τα ίδια τα παιδιά δίνουν εκπληκτικά αποκαλυπτικές απαντήσεις σε ερωτήματα σαν τα παραπάνω. Έτσι, ακούμε τον δεκάχρονο παραβατικό και βίαιο νεαρό του προηγούμενου παραδείγματός μας να μας λέει: «Εγώ θα συνεχίσω να είμαι ο αρχηγός, αν δεν το κάνει κάποιος άλλος». Και με τον τρόπο του προκαλεί τους γονείς του να το κάνουν, ενώ αυτοί στέκονται μπερδεμένοι και αναρωτιούνται, γιατί αυτό το παιδί φέρεται έτσι. Ή στην ερώτηση αν νομίζει ότι σε έναν αγώνα δύναμης θα νικούσε ή όχι τον κατά 30 χρόνια μεγαλύτερο πατέρα του, εκείνος απαντά : «φυσικά και θα τον νικούσα», αφήνοντας άναυδη την υπόλοιπη οικογένεια, και κυρίως τον ίδιο τον πατέρα. Τότε προσπαθούμε να αναπτύξουμε με την οικογένεια ένα όραμα για την αλλαγή, ρωτώντας π.χ. την μικρότερη αδελφή «πώς και ο αδελφός σου νομίζει ότι μπορεί να νικήσει τον μπαμπά; Τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνει ή να μην κάνει ο μπαμπάς, ώστε ο αδελφός σου να εξακολουθήσει να πιστεύει κάτι τόσο παράλογο;» Ή τον ίδιο τον μικρό: «Τι πρέπει να κάνει η μαμά, ώστε εσύ να συνεχίσεις να πιστεύεις κάτι τόσο παράλογο, όπως ότι μπορείς να νικήσεις τον μπαμπά;» Μέσα λοιπόν από τέτοιες κυκλικές ερωτήσεις (Thomm,1982,Simon & Simon,1999), προσφέρουμε στον πατέρα την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις αφηγήσεις των δικών του για όσα κάνει ή παραλείπει, για να τον εμπλέξουμε αμέσως μετά στο όραμα της αλλαγής, ρωτώντας και πάλι τον ίδιο τον 10χρονο γιο του: «Θα ήθελες να αλλάξει κάτι σ’ αυτό;» κι αυτός απαντά προς έκπληξη όλων μας: «Ναι, θα ήθελα ο μπαμπάς να μιλάει περισσότερο με τη μαμά, όταν γυρνάει από τη δουλειά του και να μην την αφήνει μόνο να του μιλά ασταμάτητα…»

Μ΄ έναν εξίσου αναπάντεχο τρόπο μας απάντησε και η φοβική έφηβη με την δυναμική μητέρα, όταν τη ρωτήσαμε τι θα άλλαζε αν ήταν στο χέρι της στην παρούσα κατάσταση, αν με κάποιον μαγικό τρόπο αυτό δεν είχε αρνητικές συνέπειες για κανέναν. «Θα ήθελα η μαμά να ήταν πιο παχιά και με λίγες περισσότερες ρυτίδες και χωρίς τόσους φίλους, μια κανονική μαμά της ηλικίας της δηλαδή…» «Τι θα ήταν διαφορετικό, αν αυτό συνέβαινε;» «Θα μπορούσα να γίνω κάτι καλύτερο απ’ αυτήν…»

Μοιράζεστε και σεις το αίσθημα αβοηθησίας των γονιών που ακούν αυτά τα σχόλια, έχοντας πίσω τους έναν τεράστιο προσωπικό αγώνα, ώστε να υπερβούν τα στερεότυπα των ρόλων τους, και τώρα αναρωτιούνται μήπως έπρεπε να ήταν χειρότεροι ως άνθρωποι για να είναι καλύτεροι γονείς;

Η θεωρία των συστημάτων πρεσβεύει ότι τα συστήματα είναι σοφά, ότι δηλαδή μεταλλάσσονται αδιάκοπα για να βελτιώσουν τις πιθανότητες επιβίωσης και εξέλιξής τους και καμιά μεταβολή δεν είναι άσκοπη ή επιζήμια για την τελική έννοια της ισορροπίας τους (Luhmann,2004, Fischer,1993, Maturana,1987) Κι έτσι δεν έχουμε αξιολογική άποψη για τις κοινωνικές αλλαγές, αυτές όφειλαν δυναμικά να είναι αυτές κι όχι άλλες (Retser,1996). Εστιάζουμε την προσοχή μας στο κατά πόσο εμείς, τα προσωπικά υποκείμενα αυτών των αλλαγών, μπορούμε να τεκμηριώσουμε μέσα μας ό,τι συμβαίνει και ό,τι κάνουμε ως προσωπική επιλογή με έρμα. Για να είσαι συναισθηματικά ενεργός πατέρας, δεν χρειάζεται να είσαι διστακτικός στην επιβολή ορίων. Για να είσαι δυναμική και αυτοδημιούργητη επαγγελματικά μητέρα, δεν χρειάζεται να πρέπει να μπορείς να κατευθύνεις πάντα τους πάντες. Μπορείς να είσαι όλα κάθε στιγμή, ρεγουλάροντας με συνείδηση τη δόση.Και όταν συμφιλιωθείς μ’ αυτό, δίνεις την ξεκάθαρη εικόνα στα παιδιά σου, ότι εσύ ξέρεις τι σου γίνεται. Και ότι μπορείς να τους το εξηγήσεις, αλλά όχι να το διαπραγματευτείς: γιατί αποτελεί τη δική σου ενήλικη ταυτότητα και ίσως μια πρόταση για τη δική τους. Αλλά όχι γιατί δεν μπορείς να είσαι και αλλιώς, αλλά γιατί αυτή τη στιγμή επιλέγεις κάτι άλλο. Αυτή η προβληματική συνδέεται άμεσα θεωρητικά με την μεταμοντέρνα συζήτηση της πολλαπλότητας του υποκειμένου ή της πολλαπλότητας της ψυχής ή της ύπαρξης των πολλών επιμέρους πραγματικοτήτων, κατά τους συστημικούς στοχαστές των τελευταίων ετών (Gunther Schmidt, 1983, Stierlin, 2003, Schwartz,2004,Welsch, 1992)

H υπόθεση που συνάγεται ως συμπέρασμα από την κλινική μου εμπειρία με οικογένειες, ότι συνειδητοποιημένοι ενήλικες μπορούν να γίνουν επιτυχημένοι γονείς. Αν κάτι λείπει στις περιπτώσεις που βλέπουμε στη δουλειά μας είναι αυτή η συνειδητοποίηση, το εσωτερικό ξεκαθάρισμα των γονιών και η ανακοίνωσή του στο περιβάλλον. Αντί γι’ αυτό προσπαθούν να ενσωματώσουν σπασμωδικά τα παλιά στερεότυπα με τις προσωπικές επιλογές τους, σε έναν παροξυσμό αμφιθυμίας και ακατέργαστου θυμού. Κι όταν αυτό συμβαίνει, αναλαμβάνουν τα παιδιά μας να μας το θυμίσουν, κάνοντας να τρίζουν τα προσωπικά μας θεμέλια. Αυτό είναι μια πράξη αγάπης από μέρους τους. Το σύμπτωμα ή το πρόβλημα είναι μια πράξη αγάπης των παιδιών προς τους γονείς τους. Και γι’ αυτό αξίζει να τους ανταποδώσουμε αυτή την αγάπη, προσπαθώντας συνειδητά να ανεβάσουμε την ποιότητα ζωής όλων μας.

Απάντηση

Εντροπία
Αρέσει σε %d bloggers: